- λίμπιντο
- Όρος της ψυχανάλυσης, που υποδηλώνει την ερωτική παρόρμηση. Βλ. λ. ψυχανάλυση.
* * *το, και η(κατά την ψυχαναλ. θεωρία) η συγκινησιακή ή ψυχική ενέργεια η οποία απορρέει από πρωτογενείς βιολογικές παρορμήσεις, ταυτιζόμενες σχεδόν με το γενετήσιο ένστικτο, και η οποία, συνήθως, ενέχει σκοπιμότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. libido < νεολατ. libido < λατ. libido, -inis «επιθυμία» (< libere «αισθάνομαι ευχαρίστηση»)].
Dictionary of Greek. 2013.